προσαγορεύουσιν

προσαγορεύουσιν
προσαγορεύω
address
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
προσαγορεύω
address
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
προσαγορεύω
address
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
προσαγορεύω
address
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έδικτο — (edictum). Εξελληνισμένη λέξη που σημαίνει διάταγμα. Στη ρωμαϊκή εποχή έ. αποκαλούσαν τις διακηρύξεις που εξέδιδαν οι άρχοντες, όταν απευθύνονταν στον λαό, με αποφάσεις που αφορούσαν θέματα της δικαιοδοσίας τους. Δικαίωμα να εκδίδουν έ. είχαν οι… …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • προστάς — άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου 2. το προστώο 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”